- αγκάθιασμα
- το [αγκαθιάζω]1. τσίμπημα με αγκάθι2. προσεκτική παρατήρηση.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
αγκαθιάζω — 1. (για αγρούς) γεμίζω αγκάθια 2. τρυπώ, τσιμπώ με αγκάθι 3. περιφράσσω προστατευτικά με αγκαθερά φυτά, λ.χ. έναν κήπο 4. παρατηρώ, ερευνώ με πολλή προσοχή. [ΕΤΥΜΟΛ. < αγκάθι. ΠΑΡ. αγκάθιασμα, αγκαθιασμένος, αγκαθιαστός] … Dictionary of Greek